Γρηγόριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος Ε’ — (Γεώργιος Αγγελόπουλος, Δημητσάνα, Αρκαδία 1746 – Κωνσταντινούπολη 1821). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Γ., μολονότι καταγόταν από φτωχή οικογένεια, κατάφερε να σπουδάσει, αρχικά στο σχολείο της πατρίδας του και αργότερα στις σχολές της Αθήνας … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός — (Αριανζός, Καππαδοκία 330; – 389).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας καθώς και οικουμενικός διδάσκαλος. Ο συνονόματος πατέρας του προσήλθε στον χριστιανισμό χάρη στις προσπάθειες της ευσεβούς συζύγου του… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Νύσσης — (Καισάρεια 336; – Νύσσα 394).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου και επίσκοπος Νύσσης. Εκτός της θεολογικής και γενικά της χριστιανικής παιδείας, ο Γ. απέκτησε γενική παιδεία… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης — (8ος αι.).Κληρικός. Γεννήθηκε στην Ειρηνούπολη της Δεκάπολης και σε νεαρή ηλικία ασπάστηκε τον μοναχισμό. Αφού έζησε 14 χρόνια σε κάποια μονή, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και μετά στη Χριστόπολη. Έπειτα μετέβη στη Θεσσαλονίκη όπου μόνασε για ένα… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Πάρδος — (12ος αι.).Θεολόγος και λόγιος. Το έργο του αδικήθηκε αισθητά από την υπεραρχαΐζουσα γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσε. Πολλοί πάντως κατατάσσουν τον Γ. στην ίδια μοίρα με τους Θ. Πρόδρομο, I. Ζωναρά και Μ. Γλυκά. Αξιομνημόνευτα είναι τα Σχόλια εις … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Σιναΐτης — (14ος αι.).Μοναχός και λόγιος. Ο Γ. υπήρξε αναζωπυρωτής του ορθόδοξου μυστικισμού (1255 1347). Σε νεαρή ηλικία αιχμαλωτίστηκε από Αγαρηνούς κουρσάρους και μετά την απελευθέρωσή του έγινε ιερωμένος στην Κύπρο και αργότερα μοναχός στο Σινά. Από το… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Φωτιστής — (257 – 332). Πατριάρχης Μεγάλης Αρμενίας. Ήταν γιος του Ανάκ, ανώτατου αξιωματούχου της Μεγάλης Αρμενίας και δολοφόνου (με την υποκίνηση των Περσών) του βασιλιά της Αρμενίας Κουσαρό. Πριν ανακηρυχθεί πατριάρχης Μεγάλης Αρμενίας, σπούδασε στην… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος Παλαμάς — I (Κωνσταντινούπολη 1296 – Θεσσαλονίκη 1359). Θεολόγος. Υπήρξε ηγέτης του μυστικιστικού κινήματος του ησυχασμού και αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, γεγονός που του επέτρεψε να σπουδάσει κοντά στον διάσημο φιλόσοφο… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος της Τουρ — (538 – 594 μ.Χ.). Γάλλος επίσκοπος και ιστοριογράφος. Αγωνίστηκε με ζήλο για την προστασία των δικαιωμάτων της Εκκλησίας και κυρίως εκείνου της παροχής άσυλου, χωρίς να διστάσει να εναντιωθεί ακόμη και στον ίδιο τον βασιλιά Χιλπέριχο. Όταν ο… … Dictionary of Greek