Γρηγόριος

Γρηγόριος
Γρηγόριος ο
Григорий –
1) имя некоторых святых Православной Церкви:

ο Γρηγόριος ο Νύσσης — святой Григорий Нисский, епископ: Январь 10;

ο Γρηγόριος ο Θεολόγος — святой Григорий Богослов, Константинопольский, патриарх, вселенский учитель: Январь 25, 30 (3 свт.);

ο Γρηγόριος Σιναϊτης (13-14 вв.) святой Григорий Синаит – родоначальник и учитель исихазма на Афоне (см. ησυχασμός): Август 8;

2) мужское имя
Этим.
< ο γρηγορών, ο άγρυπνος «бодрствующий» < γρηγορώ «бодрствовать»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Γρηγόριος" в других словарях:

  • Γρηγόριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος Ε’ — (Γεώργιος Αγγελόπουλος, Δημητσάνα, Αρκαδία 1746 – Κωνσταντινούπολη 1821). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Γ., μολονότι καταγόταν από φτωχή οικογένεια, κατάφερε να σπουδάσει, αρχικά στο σχολείο της πατρίδας του και αργότερα στις σχολές της Αθήνας …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός — (Αριανζός, Καππαδοκία 330; – 389).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας καθώς και οικουμενικός διδάσκαλος. Ο συνονόματος πατέρας του προσήλθε στον χριστιανισμό χάρη στις προσπάθειες της ευσεβούς συζύγου του… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Νύσσης — (Καισάρεια 336; – Νύσσα 394).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου και επίσκοπος Νύσσης. Εκτός της θεολογικής και γενικά της χριστιανικής παιδείας, ο Γ. απέκτησε γενική παιδεία… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης — (8ος αι.).Κληρικός. Γεννήθηκε στην Ειρηνούπολη της Δεκάπολης και σε νεαρή ηλικία ασπάστηκε τον μοναχισμό. Αφού έζησε 14 χρόνια σε κάποια μονή, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και μετά στη Χριστόπολη. Έπειτα μετέβη στη Θεσσαλονίκη όπου μόνασε για ένα… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Πάρδος — (12ος αι.).Θεολόγος και λόγιος. Το έργο του αδικήθηκε αισθητά από την υπεραρχαΐζουσα γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσε. Πολλοί πάντως κατατάσσουν τον Γ. στην ίδια μοίρα με τους Θ. Πρόδρομο, I. Ζωναρά και Μ. Γλυκά. Αξιομνημόνευτα είναι τα Σχόλια εις …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Σιναΐτης — (14ος αι.).Μοναχός και λόγιος. Ο Γ. υπήρξε αναζωπυρωτής του ορθόδοξου μυστικισμού (1255 1347). Σε νεαρή ηλικία αιχμαλωτίστηκε από Αγαρηνούς κουρσάρους και μετά την απελευθέρωσή του έγινε ιερωμένος στην Κύπρο και αργότερα μοναχός στο Σινά. Από το… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Φωτιστής — (257 – 332). Πατριάρχης Μεγάλης Αρμενίας. Ήταν γιος του Ανάκ, ανώτατου αξιωματούχου της Μεγάλης Αρμενίας και δολοφόνου (με την υποκίνηση των Περσών) του βασιλιά της Αρμενίας Κουσαρό. Πριν ανακηρυχθεί πατριάρχης Μεγάλης Αρμενίας, σπούδασε στην… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος Παλαμάς — I (Κωνσταντινούπολη 1296 – Θεσσαλονίκη 1359). Θεολόγος. Υπήρξε ηγέτης του μυστικιστικού κινήματος του ησυχασμού και αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, γεγονός που του επέτρεψε να σπουδάσει κοντά στον διάσημο φιλόσοφο… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος της Τουρ — (538 – 594 μ.Χ.). Γάλλος επίσκοπος και ιστοριογράφος. Αγωνίστηκε με ζήλο για την προστασία των δικαιωμάτων της Εκκλησίας και κυρίως εκείνου της παροχής άσυλου, χωρίς να διστάσει να εναντιωθεί ακόμη και στον ίδιο τον βασιλιά Χιλπέριχο. Όταν ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»